Και ο μοναχικός λύκος ...λύκος είναι...!!!!

Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2007

Χριστούγεννα στο καπηλειό

Ανήμερα Χριστούγεννα, πριν πολλά πολλά χρόνια, πρέπει να ήταν, αν η μνήμη δεν έχει τόσο πολύ ξεθωριάσει, το 1970.
Το φαΐ στο φούρνο έχει αρχίσει να μοσχομυρίζει έτοιμο να μεταναστεύσει στο κέντρο του τραπεζιού κι από εκεί στα στομάχια των ευτυχών συνδετημόνων.
Η ώρα πλησιάζει 2 μετά το μεσημέρι και οι φίλοι που είχαμε συμφωνήσει να περάσουμε μαζί την ημέρα μόλις έφτασαν.
Στην κουζίνα οι γυναίκες έχουν καταπιαστεί με το κόψιμο της σαλάτας και τα τυριά, να στρώσουν το τραπέζι να είναι όλα έτοιμα μόλις βγει το ψητό απ΄ το φούρνο.
Πάμε να πάρουμε κρασί λέω στο Νίκο που πάντα είχε την περιέργεια να μάθει από πού έπαιρνα εκείνο το κρασί – διαμάντι που πολλά βράδια μας είχε συντροφέψει ως τα ξημερώματα.
Έλα, δεν είναι μακριά, εδώ δίπλα είναι παρακίνησα το φίλο μου που σκεπτόταν ότι θα πρεπε να ξανανέβει τους 3 ορόφους με τα πόδια καθώς το ασανσέρ ήταν ανέκαθεν μόνο διακοσμητικό στοιχείο.
Περασμένα τα σαράντα ο Νίκος, είχε μόλις 3-4 χρόνια παντρεμένος και τα χρόνια της μπακουριάς είχε γνωρίσει όλα τα στέκια που σέρβιραν καλό κρασί.
Καρβουνάδικο για καρβουνάδικο δεν είχε ξεμείνει στην ευρύτερη περιοχή του Λεκανοπεδίου που να μην το έχει επισκεφθεί τουλάχιστον για μία φορά.
Και να τώρα εγώ, με λιγότερα από τα μισά του χρόνια, να παριστάνω τον πολύξερο και να του πετάω αδιάντροπα μες του μούρη ότι υπάρχει κρασοπουλειό και μάλιστα λίγα βήματα από το σπίτι του με πολύ καλό κρασί που δεν είχε ακόμα ανακαλύψει. Πάμε μου λέει, ύστερα από πολύ σκέψη.
Πήραμε τη μπουκάλα και ξεκινήσαμε για το κρασοπουλειό εκεί στην Ερεσού, μόλις έστριβες από Χαριλάου Τρικούπη δεξιά ούτε 50 μέτρα σωστά από τη είσοδο της πολυκατοικίας.
Χτισμένο πολύ πριν τον πόλεμο με φανερά τα σημάδια του χρόνου ένα δωμάτιο όλο κι όλο και το υπόγειο με το κρασί, χωρίς ταμπέλες κι επιγραφές που θα πρόδιδαν στον περαστικό την ύπαρξή του ήταν η μυστική γωνιά που προμηθευόμουν το κρασί που ξετρέλαινε το Νίκο.
Για να μη νοιώθουν μοναξιά τα γερόντια που κρατούσαν την «επιχείρηση» έβαλαν και 2-3 τραπεζάκια, περισσότερα δεν χωρούσαν, για κανένα περαστικό ξεροσφύρη.
Που να ξέρανε ότι σύντομα η «τρύπα» τους θα γινόταν στέκι.
Καμιά δεκαριά όλοι κι όλοι οι ταχτικοί πελάτες του, όλοι συνταξιούχοι, απόστρατοι στρατιωτικοί και υπάλληλοι του δημοσίου. Με γνώσεις και εμπειρίες άφθονες που τις άπλωναν κάθε βράδυ στα τραπέζια, μαζί με καμιά χούφτα φιστίκια ή καμιά κονσέρβα για μεζέ και σπανίως καμιά μπριζόλα που έφερναν από το σπίτι και τους την τηγάνιζε η κυρά του μαγαζιού στο μικρό τηγανάκι που είχε πίσω από τον πάγκο για κάτι τέτοιες εξυπηρετήσεις.
Δεν ήταν η ανέχεια που έκανε φτωχικό το μεζέ της παρέας, κάθε άλλο θα έλεγα αλλά να έτσι το ξεκίνησαν και έτσι το συνέχιζαν χωρίς αλλαγές.
Ποτήρι το ποτήρι κουβέντα την κουβέντα ώσπου να φύγουν για ύπνο αργά το βράδυ δεν είχε μείνει πρόβλημα της εγχώριας και διεθνούς επικαιρότητας χωρίς λύση.
Φτάσαμε είπα κι ο Νίκος έψαχνε με τα μάτια να δει που είναι το μαγαζί και δεν το έβλεπε.
Έσπρωξα την πόρτα και μπήκαμε, δεν περίμενα ότι σήμερα τέτοια μέρα θα ήταν κανένας εκεί κι όμως η παρέα ήταν παρούσα λες και δεν έφευγαν ποτέ.
Στο άνοιγμα της πόρτας όλα τα μάτια στράφηκαν σε μας και μόλις μας είδαν τα βλέμματα συννέφιασαν.
Ήταν φανερό πως κάποιον περίμεναν κι ανησυχούσαν που είχε καθυστερήσει.
Ο Νίκος εντυπωσιάστηκε χωρίς άλλο. Να πιούμε ένα «μισό» στα γρήγορα μου λέει, γιατί όχι είπα κι ώσπου να κατέβει η κυρά στο υπόγειο να πιάσει κρασί και να γεμίσει την μπουκάλα μας για το σπίτι ο κάπελας μας σέρβιρε το πρώτο μισόκιλο.
Κεράσαμε κι ένα μισόκιλο την παρέα, έτσι για τα χρόνια πολλά.
Κι εκεί κάπου που άδειαζε το πρώτο μας μισόκιλο και πάνω που νομίζαμε ότι είχαμε βρει την απάντηση πως ξέμειναν από συντροφιά οι «απέναντι» άνοιξε η πόρτα και πρόβαλε η φιγούρα του καθυστερημένου.
Άντε βρε που είσαι ανησυχήσαμε άρχισαν να λένε όλοι μαζί και να κάνουν χώρο να καθίσει ο νεοφερμένος.
Τι έγινε επέμεινε ο νεότερος.
Να, άρχισε να δικαιολογείται σαν σχολιαρόπαιδο που το τσάκωσαν να κάνει σκανδαλιές, μέρα που είναι πέρασα από τα παιδιά να τους ευχηθώ χρόνια πολλά κι αυτοί επέμεναν να με κρατήσουν για φαΐ.
Είδα κι έπαθα μέχρι να τους ξεφύγω είπε, κοίταξε να δει αν οι άλλοι τον πίστευαν κι έβγαλε από την τσέπη του παλτού του κάτι τυλιγμένο με χαρτοπετσέτα: 2 κουραμπιέδες και 2 μελομακάρονα.
Η κόρη μου τα έφτιαξε είπε με καμάρι και τα άφησε στο τραπέζι, μεζέ για το κρασί που μόλις έφερε ο κάπελας.
Ε, τώρα πάει και κι ένα δεύτερο «μισό» είπε ο Νίκος φιλοσοφώντας: τελικά δεν είναι τι τρως και τι πίνεις αλλά με ποιόν το τρως και με ποιον το πίνεις.
Κι αυτοί φαίνεται πως είχαν κάνει την επιλογή τους.

4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Αν δεν κάνω λάθος απο τα γραφόμενα σου πρέπει να έζησες στην ευρύτερη περιοχή των Εξαρχείων τη δεκαετία του '70.

Ένα άλλο κρασοπουλειό, του μπάρμπα Θωμά το είχες γνωρίσει πίσω απο τη Σόνια στη έωφόρο Αλεξάνδρας;

Swell είπε...

Η προτελευταία φράση - σωστή Φιλοσοφία. Χρόνια πολλά και πάντα καλά!

Dr Jekyll είπε...

Καλά Χριστούγεννα και το 2008 με χαρά και υγεία!

Χορεύοντας με τους ΑΜΕΤΑΝΟΗΤΟΥΣ είπε...

Κι εγώ εντυπωσιάστηκα από την προτελευταία φράση σου.
Κι όμως είναι τόσο προφανής που καταντά απαρατήρητη από πολλούς.