Εξω από τον κόλπο η θάλασσα λυσσομανούσε.
Η ώρα είχε πάει 10, είχαμε ρίξει από νωρίς το καρτέρι και κινήσαμε να το «τρυγήσουμε» αφήνοντάς το μετά να ψαρέψει και τη νύχτα.
Θα ψήναμε τα βραδινά ψάρια στη θράκα είχαμε μαζί και κρασί σπιτικό, τους υπνόσακους για ύπνο στην παραλία…
Όλα έδειχναν μαγευτικά. Αν φαίνονταν και το φεγγάρι θα ήταν τέλεια.
Φθάνοντας στην μπούκα του κόλπου που ήταν ριγμένο το δίχτυ νιώσαμε το θυμό του υγρού στοιχείου να μας προειδοποιεί.
Ξεμύτισα από τον κάβο δοκιμαστικά. Παλευόταν ακόμα, δεν θα μας δυσκόλευε ιδιαίτερα να γυρίσουμε στη βάση μας, ήταν υδραίικο σκαρί η βάρκα μας άντεχε στον καιρό.
Απείχαμε μισή ώρα με καλές συνθήκες άντε να κάναμε μία με τόση φουρτούνα.
Τι κάνουμε; Αν μέναμε στον κόλπο δεν είχαμε κανένα κίνδυνο.
Αν όμως φρεσκάριζε κι άλλο το πρωί θα ήταν αδύνατο να ξεμυτίσουμε.
Μαζεύουμε τα δίχτυα και φεύγουμε έπεσε η πρόταση.
Χωρίς δεύτερη κουβέντα αρχίσαμε να μαζεύουμε το δίχτυ, ξεψαρίζοντάς το καθώς το ανεβάζαμε στη βάρκα.
Είχαμε καλή ψαριά, θα ήταν πάνω από 10 κιλά όπως τα ζύγιαζα με το μάτι.
Κυνηγημένα από τη θαλασσοταραχή πέσανε πάνω στο καρτέρι που του είχαμε στήσει.
Γυρίσαμε στην παραλία φορτώσαμε τα δίχτυα στο πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου. Ο Γιάννης θα έφευγε όπως πάντα οδικώς και εμείς οι δύο δια θαλάσσης.
Θα σας έχω το νου μου είπε ο Γιάννης βάζοντας μπρος τη μηχανή.
Γύρισα τη βάρκα μόλις βγήκα από τον κάβο κατάλαβα ότι ο καιρός είχε φρεσκάρει κι άλλο. Να γυρίσουμε πίσω, να πάμε μπροστά τι να κάνουμε.
Άφησα τη βάρκα να συνεχίσει το δρόμο της με το νου μου στα κύματα καθώς το φεγγάρι πίσω από τα βαριά σύννεφα δεν μας βοηθούσε.
Έβλεπα τα κύματα αφρισμένα λίγο πριν μας χτυπήσουν και προσπαθούσα με αλλεπάλληλα ζικ ζακ την τελευταία στιγμή να αποφύγω ένα χτύπημα στο πλάι.
Άρχισα να φοβάμαι πως δεν θα τα καταφέρναμε, Δεν είπα τίποτα…
Δίπλα μου ο Κώστας αμίλητος κι αυτός, βυθισμένος στις δικές του σκέψεις.
Μόνο κάθε λίγο και λιγάκι άναβε το φακό για να βλέπει ο Γιάννης που βρισκόμαστε.
Το σκοτάδι πήχτρα, πόση ώρα να είχε περάσει αλήθεια. Θα έπρεπε να είχαμε ήδη μπει στο δικό μας τον κόλπο που δεν τον πιάνει ο βοριάς.
Πόσο μακριά να είμαστε ακόμα, θα τα καταφέρναμε. Σκέψεις, φόβοι ανάκατα στο μυαλό.
Το χέρι μου πονούσε από την προσπάθεια να κουμαντάρω τη βάρκα στην πάλη της με τα κύματα.
Είχε περάσει μια ώρα, όπως διαπίστωσα εκ των υστέρων όταν πέσαμε σε θάλασσα λάδι. Τα κύματα έμειναν πίσω μας καθώς ο μεγάλος βράχος μας προστάτευε πλέον από το θυμό της θάλασσας.
Άφησα το τιμόνι στον Κώστα πήγα στην πλώρη κι άναψα τσιγάρο.
Μια βαθιά ρουφηξιά σε τέτοιες ώρες αξίζει όσο ένα πακέτο τσιγάρα καμένα από συνήθεια.
Δεν έπρεπε να είχαμε ξεκινήσει είπα μέσα μου.
Τη θάλασσα, σκέφτηκα,
δεν αρκεί μόνο να την αγαπάς πρέπει να τη σέβεσαι και να μην την τσιγκλάς όταν είναι θυμωμένη.
Τη φωτογραφία υπέκλεψα, με την άδειά του, από το Σπύρο που με
(πολύ) χαμηλές πτήσεις μας μαθαίνει να πετάμε μαζί του.
2 σχόλια:
Monahikelike, νόμιζα όι είσαι μόνο για τα βουνά (όπως εγώ), αλλά διαβάζω μοναδικές θαλασσινές ιστορίες και ξεδιπλώθηκαν μπροστά μου έξοχες εικόνες. Σε λίγες μέρες αναχωρώ για διακοπές (στον Πάρνωνα) κι άρχισα κιόλας ν' ανασαίνω αλλιώτικα. Χαίρε!
Η 8άλασσα μου έλεγε ο παππούς μου είναι σαν τη γυναίκα.. Να την αγαπάς αλλά και να την προσέχεις,.Σαν παιδί
φιλιά και ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ :)
Δημοσίευση σχολίου